- υπόστομα
- το, Νζωολ. α) η κωνική προεκβολή που περιλαμβάνει το στόμα στα υδρόζωαβ) η πτυχή που περιορίζει την οπίσθια παρυφή τού στοματικού ανοίγματος στα καρκινοειδήγ) το πρόσθιο και κοιλιακό τμήμα τής κεφαλής τών εντόμωνδ) το κατώτερο στοματικό μόριο τών ακάρεων με το οποίο προσκολλάται το ζώο στο δέρμα ενώ τρέφεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypostome].
Dictionary of Greek. 2013.