υπόστομα

υπόστομα
το, Ν
ζωολ. α) η κωνική προεκβολή που περιλαμβάνει το στόμα στα υδρόζωα
β) η πτυχή που περιορίζει την οπίσθια παρυφή τού στοματικού ανοίγματος στα καρκινοειδή
γ) το πρόσθιο και κοιλιακό τμήμα τής κεφαλής τών εντόμων
δ) το κατώτερο στοματικό μόριο τών ακάρεων με το οποίο προσκολλάται το ζώο στο δέρμα ενώ τρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypostome].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσιμπούρια — Αραχνίδια της οικογένειας των ιξωδιδών. Εξωτερικά αιματοφάγα παράσιτα των σπονδυλωτών, μερικές φορές και του ανθρώπου, τα τ. μπορεί να μεταδώσουν στον ξενιστή μικροοργανισμούς και ιούς, παράγοντες διαφόρων ασθενειών. Παρά το ότι πρέπει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”